- θεοφόρητος
- -η, -ο (Α θεοφόρητος, -ον) [θεοφορώ]αυτός που έχει θεία έμπνευση, ο θεόπνευστος («πλεῑστον μέντοι τό τῶν θεοφορήτων πλήθος», Στράβ.)νεοελλ.(το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι θεοφόρητοιοπαδοί θρησκευτικής αίρεσης τού 16ου αιώνα, οι οποίοι πίστευαν ότι μεταξύ τους υπήρχαν άνδρες οι οποίοι είχαν μέσα τους το θείο πνεύμα και ήταν όργανα τού θεού για την αναγέννηση τού κόσμουαρχ.αυτός που κρατά θεό ή θεά.
Dictionary of Greek. 2013.